Στη σύγχρονη επιστημονική έρευνα η κρατούσα άποψη για τη σχέση νοητικής και γλωσσικής ανάπτυξης είναι ότι η κατάκτηση ορισμένων γλωσσικών δομών είναι αδύνατη, αν δεν υπάρξουν στο παιδί οι αντίστοιχες νοητικές δομές. Αυτό σημαίνει, ότι το παιδί χρησιμοποιεί τη γλώσσα για να αποδώσει τις έννοιες που καταλαβαίνει (Θεοφανοπούλου-Κοντού, 1978). Επίσης, μια ακόμη παγιωμένη άποψη είναι, ότι η γλωσσική πρόοδος του παιδιού συνδέεται με τη βιολογική ωρίμανση του οργανισμού. Έτσι για παράδειγμα, η εμφάνιση του πρώτου συντακτικού σταδίου (προτάσεις δύο λέξεων) συμπίπτει με μια ανάλογη ανάπτυξη του αναπνευστικού, του μυϊκού και του νευρικού συστήματος, καθώς και μια ιστολογική διαφοροποίηση του εγκεφαλικού φλοιού (Μήτσης, 1996).

 Η λειτουργία του εγκεφάλου φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στην κατάκτηση της γλώσσας. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει μια ιδιαίτερη μοναδική δομή η οποία του επιτρέπει να μετέχει αποφασιστικά στη λειτουργία της γλωσσικής κατάκτησης. Καθώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος ωριμάζει, καθένα από τα δύο ημισφαίριά του επιτελεί ιδιαίτερες λειτουργίες. Η γλώσσα συγκεκριμένα ελέγχεται και ρυθμίζεται από το αριστερό ημισφαίριο, το οποίο λειτουργεί ως κέντρο ελέγχου της όλης γλωσσικής ανάπτυξης και συμπεριφοράς, ενώ το δεξιό ελέγχει τις λειτουργίες που σχετίζονται με συναισθηματικές και κοινωνικές ανάγκες του ατόμου (Brown, 1987).

 Με την ωριμότητα του εγκεφάλου και με τις αντίστοιχες βιολογικές διαδικασίες ωρίμανσης σχετίζεται και η ύπαρξη της λεγόμενης κρίσιμης ηλικίας, περίοδος κατά την οποία ο εγκέφαλος είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος στα γλωσσικά ερεθίσματα και συνεπώς και στη κατάκτηση της γλώσσας. Η χρονική περίοδος της κρίσιμης ηλικίας εκτείνεται μεταξύ 3 με 5 ετών για την κατάκτηση της φωνολογίας και της πρώιμης εφηβείας για την κατάκτηση του συντακτικού (Ayoun, 2003). Πιο συγκεκριμένα, η υπόθεση της κρίσιμης περιόδου υποστηρίζει ότι κατά τη διάρκειά της η γλώσσα κατακτάται με μεγάλη ευκολία. Ύστερα από την περίοδο αυτή η γλωσσική κατάκτηση γίνεται όλο και πιο δύσκολη.

Η υπόθεση της κρίσιμης περιόδου βρίσκει τις ρίζες της στις έρευνες των Penflield και Roberts (1959,). Ο Penfield  στήριξε την άποψή του για την ευκολία κατάκτησης της γλώσσας μέχρι τα 9 έτη λόγω της πλαστικότητας του εγκεφάλου, παραθέτοντας στοιχεία από περιπτώσεις παιδιών που μετέφεραν το κέντρο ομιλίας τους στο αντίθετο  εγκεφαλικό ημισφαίριο  εξαιτίας κακώσεων στην περιοχή του εγκεφάλου που εδρεύει ο λόγος. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν φάνηκε να ισχύει για τους ενήλικες (McLaughlin, 1984).

O Lenneberg  (1967,) συνέδεσε την κρίσιμη περίοδο με τη χρονική διάρκεια που απαιτείται για την πλευρίωση  του εγκεφάλου και την τοποθετεί χρονικά από τα 2 έτη μέχρι την εφηβεία. Με τον όρο πλευρίωση εννοείται  η παγίωση των λειτουργιών του ανθρώπου στα δύο εγκεφαλικά ημισφαίρια, γεγονός που σηματοδοτεί την απώλεια πλαστικότητας του εγκεφάλου (Τζακώστα, 2016β). Επίσης ο Lenneberg, όπως ο Penfield,   στήριξε την άποψή του για την ολοκλήρωση της πλευρίωσης του εγκεφάλου με στοιχεία από εγκεφάλους παιδιών που υπέστησαν βλάβη πριν ολοκληρωθεί η πλευρίωση καθώς και από εγκεφάλους που είχαν υποστεί ημισφαιριοτομή (McLaughlin, 1984).

Τα αποτελέσματα των ερευνών  για την ανάπτυξη της πλευρίωσης παραμένουν ασυνεπή καθώς υπάρχουν ερευνητές που θεωρούν ότι η πλευρίωση του εγκεφάλου έχει ολοκληρωθεί τουλάχιστον μέχρι την ηλικία των 5 ετών, ενώ οι προϋποθέσεις γι αυτό υπάρχουν  από τη γέννηση (Krashen, 1981˙ Whitaker, Bub, & Leventer, 1981).

 Το ερώτημα σχετικά με την ηλικία και την απόκτηση της γλώσσας παρέμεινε ανοιχτό και συνέχισε να απασχολεί τους ερευνητές με προέκταση στηναπόκτηση δεύτερης γλώσσας από ενηλίκους, καθώς ο Lenneberg άφησε αιχμές για τη σχέση της κρίσιμης περιόδου και την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας. Πιο συγκεκριμένα, ο ίδιος δεν αρνείται την εκμάθηση μιας γλώσσας μετά την εφηβεία σε περίπτωση κατάκτησης και δεύτερης γλώσσας, αλλά υποστηρίζει πως σίγουρα η ξενική προφορά είναι κάτι που δεν ξεπερνιέται, καθώς η εκμάθηση μιας γλώσσας περιορίζεται ταχύτατα μετά την εφηβεία (McLaughlin, 1984), αφού η ύπαρξη της ανθρώπινης ικανότητας της παραγωγής γλώσσας δεν είναι πλέον δυνατή στον ενήλικα, με τον ίδιο τρόπο, όπως κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας (Meisel, 2004).Το ερώτημα που ουσιαστικά εγείρεται από την παραπάνω τοποθέτηση είναι, αν ο μηχανισμός γλωσσικής ανάπτυξης συνεχίζει τη λειτουργία του και στους ενήλικες (Bley-Broman, 1990).

Κατηγορίες: Uncategorized

0 σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Avatar placeholder

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *