Πολλοί είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν την κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας. Κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες είναι και οι γλωσσικοί. Οι γλωσσικοί παράγοντες δεν είναι άλλοι από τη συγγένεια και την ομοιότητα των δυο γλωσσών, το επίπεδο κατοχής της πρώτης γλώσσας, εφόσον η επαρκής κατοχή της πρώτης γλώσσας (Γ1), συμβάλλει στην επιτυχημένη εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας (Γ2), καθώς και τα γλωσσικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος (Τριάρχη- Herman, 2000).
Πιο συγκεκριμένα, η συγγένεια και η ομοιότητα των δύο γλωσσών αφορά την αντιστοιχία των δομών μεταξύ της Γ1 και Γ2. Μάλιστα, η Marinova-Todd (1994, όπως αναφέρεται στο Bialystok, 1997) υποστηρίζει τη σημασία της σχέσης μεταξύ των δύο γλωσσών στην εκμάθηση κάποιας δομής της Γ2. Όσο πιο κοινή η δομή της Γ1 με την προς κατάκτηση δομή της Γ2, τόσο πιο εύκολη η επιτυχία.
Όσον αφορά το επίπεδο κατοχής της Γ1, η οποία συνήθως, συμπίπτει με τη μητρική, η σύγχρονη βιβλιογραφία υποστηρίζει ότι αυτή αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία οικοδομείται η εκμάθηση της Γ2
Για παράδειγμα, ο Δαμανάκης, αναφερόμενος στα πορίσματα παλαιότερων σκανδιναβικών ερευνών των Skutnabb-Kangas και Toukoumaa (1976, όπως αναφέρεται στο Νικολάου 2011) τονίζει ότι τα παιδιά τα οποία είχαν κατακτήσει ικανοποιητικό επίπεδο στη μητρική τους γλώσσα μπορούσαν όχι μόνο να την καλλιεργούν, αλλά και να αποκτήσουν με τη βοήθειά της αρκετές γνώσεις στη Γ2. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι το επίπεδο γνώσης της μητρικής είναι δείκτης για το επίπεδο ανάπτυξης της Γ2 (Cummins, 2001). Γενικότερα, πολλοί ερευνητές τονίζουν ότι η υποστήριξη της ανάπτυξης μιας ισχυρής μητρικής γλώσσας επιδρά θετικά στην ακαδημαϊκή, κοινωνική και προσωπική εξέλιξη των παιδιών (Bialystok, 2001˙ Cummins, 2001).
Σχετικά με τα γλωσσικά ερεθίσματα που δέχεται το άτομο στη Γ2 από το περιβάλλον του, θεωρείται πλέον δεδομένο, ότι η ποιότητα και η ποσότητα αυτών επιδρά άμεσα στην κατάκτησή της, δηλαδή η γλωσσική ποικιλία στην οποία ανήκουν τα γλωσσικά ερεθίσματα που παρέχονται στο άτομο, προσδιορίζει την ποικιλία της Γ2 που κατακτάται (Τριάρχη- Herman, 2000).
Από τις παραπάνω επιστημονικές τοποθετήσεις απενοχοποιείται ο ρόλος της μητρικής γλώσσας στην εκμάθηση της Γ2. Συχνά, ακούγεται ακόμη κι από δασκάλους ότι στην περίπτωση παιδιών μεταναστών καλά είναι να δίνουν έμφαση στη επίσημη γλώσσα της χώρας μετανάστευσης και να προσπαθούν να μη μιλάνε στη μητρική τους, ώστε τα παιδιά να αναπτύξουν γρήγορα τη δεύτερη γλώσσα.
Το αποτέλεσμα αυτής της τοποθέτησης  μόνο αρνητικές συνέπειες μπορεί να προκαλέσει και σύγχυση. Η μητρική γλώσσα μόνο εφόδιο αποτελεί για την κατάκτηση της Γ2. Αντίθετα, ο παραγκωνισμός της μητρικής γλώσσας στερεί από το παιδί τη δυνατότητα να γίνει αμφιδύναμα⃰ δίγλωσσο με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Σε επόμενη δημοσίευση θα γίνει αναφορά στον τρόπο λειτουργίας του μυαλού των δίγλωσσων ατόμων, καθώς και στα οφέλη της ισορροπημένης  διγλωσσίας, ώστε να καταρριφθεί, εντελώς, ο μύθος πως η μητρική γλώσσα αποτελεί εμπόδιο στην κατάκτηση της Γ2.
Κατηγορίες: Uncategorized

0 σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Avatar placeholder

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *